- απότακτος
- οαξιωματικός που τέθηκε σ' απόταξη (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποτακτός — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότακτος — set apart for a special use masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία … Dictionary of Greek
ἀποτακτόν — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτακτά — ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότακτον — set apart for a special use neut nom/voc/acc sg ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποτάκτους — ἀποτάκτους , ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτάκτοις — ἀπότακτον set apart for a special use neut dat pl ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)